- Διδυμίου
- Διδύμιοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεοδύμιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Nd. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην οικογένεια των Λανθανιδών. Έχει σύμβολο, ατομικό αριθμό 60, ατομικό βάρος 144,27 και επτά ισότοπα. Απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1885 από τον Άουερ φον… … Dictionary of Greek
παρισίτης — ο (ορυκτ.) σπάνιο δευτερογενές φθοριοανθρακικό άλας τού δημητρίου, τού λανθανίου, τού διδυμίου και τού ασβεστίου, με καστανοκίτρινο χρώμα, που κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Parisit, από… … Dictionary of Greek
τουρνερίτης — ο, Ν (ορυκτ.) φωσφορικό ορυκτό τού δημητρίου, τού λανθανίου και τού διδυμίου … Dictionary of Greek
τριτομίτης — ο, Ν (ορυκτ.) φθοριούχο, βοριοπυριτικό ορυκτό τού θορίου, τού δημητρίου, τού υττρίου, τού ασβεστίου, τού λανθανίου, τού διδυμίου και τού αργιλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tritomite < τρίτομος + κατάλ. ίτης] … Dictionary of Greek
αισχυνίτης — Ορυκτό, που ανήκει στα τιτανικά και νιοβικά ορυκτά άλατα. Ο α. κρυσταλλώνεται σε κρύσταλλα του ρομβικού συστήματος. Έχει χρώμα μαύρο έως καστανόγκριζο και σκληρότητα 5ου έως 6ου βαθμού. Χαρακτηρίζεται και ως τινανιονιοβικό άλας θορίου, δημητρίου … Dictionary of Greek